συγχρονικός

συγχρονικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξέταση φαινομένου ή γεγονότος σε μία και ίδια δεδομένη χρονική στιγμή («συγχρονική μελέτη τής γλώσσας»)
2. φρ. α) «συγχρονική γλωσσολογία»
γλωσσ. κλάδος τής γλωσσολογίας που ασχολείται με την περιγραφική ανάλυση τής δομής μιας γλώσσας σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, σε αντιδιαστολή προς τη διαχρονική, που μελετά μια γλώσσα στην εξέλιξη της μέσα στον χρόνο
β) «συγχρονική κολύμβηση»
(αθλ.) κολύμβηση επίδειξης κατά την οποία οι κινήσεις μιας ή περισσότερων κολυμβητριών συγχρονίζονται με τη μουσική συνοδεία, αλλ. θαλάσσιο μπαλέτο.
επίρρ...
συγχρονικώς και συγχρονικά Ν
με συγχρονικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. synchronique < synchronie (βλ.λ. συγχρονία). Η λ., στο θηλ. συγχρονική (ἱστορία), μαρτυρείται από το 1845 στον Κωνστ. Σχινά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”